Το επίμονο ψέμα

«Αν επαναλάβεις ένα ψέμα αρκετές φορές, τότε γίνεται αλήθεια.»

Bundesarchiv_Bild_183-1989-0821-502,_Joseph_Goebbels

Το διάσημο αυτό απόφθεγμα είναι -τι ειρωνεία- και αυτό προϊόν ψέματος: αποδίδεται εσφαλμένα στο διαβόητο Joseph Goebbels, υπουργό προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ. Στην ουσία αποτελεί μια ελεύθερη απόδοση της ιδέας του Μεγάλου Ψέματος, όπως την εξέθεσε ο Αδόλφος Χίτλερ στο βιβλίο ο Αγών μου. Ο ίδιος απέδιδε το Μεγάλο Ψέμα στους Εβραίους, ενώ στην πραγματικότητα περιέγραφε ακριβώς την τακτική που ακολούθησαν οι Ναζί για να τους δαιμονοποιήσουν και να τους οδηγήσουν αρχικά στο περιθώριο και στη συνέχεια στο κρεματόριο.

Όπως και να έχει, το απόφευγμα ισχύει. Θέλετε ένα παράδειγμα; Κάθε χρόνο στη χώρα μας τέτοιες μέρες ακούμε τα ίδια: δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο.

Φέτος την τιμή είχε ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής κ. Λαγός:

Ο κ. Λαγός φυσικά χρησιμοποιεί μια άλλη προσφιλή τακτική προπαγάνδας: κρύβει το ψέμα μέσα σε μια αλήθεια. Όπως είπε δεν υπήρξε νεκρός μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, πράγμα που ισχύει. Όπως τουλάχιστον καταγράφεται και στο πόρισμα της πιο έγκυρης μέχρι σήμερα έρευνας πάνω στο θέμα, εκείνης του κ. Λεωνίδα Καλλιβρετάκη που δημοσιεύτηκε το 2004, οι 23 επιβεβαιωμένοι νεκροί των γεγονότων του Πολυτεχνείου δέχθηκαν πυρά ή επιθέσεις από τις 16-18/11/1973 και είτε πέθαναν ακαριαία, είτε έως και τον Δεκέμβριο του 1973 σε κάποιο νοσοκομείο. Ο 24ος δεν είναι εξακριβωμένο αν σκοτώθηκε στην Αθήνα ή στην ταυτόχρονη κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Και ο κατάλογος αυτός δεν είναι απαραίτητα πλήρης γιατί όπως γνωρίζουμε η αλήθεια και ένα δικτατορικό καθεστώς δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, ο κ. Λαγός έχει δίκιο. Δεν σκοτώθηκε κανείς μέσα στο Πολυτεχνείο. Οι νεκροί δεν ήταν καν απαραίτητα φοιτητές. Κάποιοι ήταν απλοί άνθρωποι που εξέφρασαν την συμπαράστασή τους στους καταληψίες, άλλοι απλώς παρακολουθούσαν τα γεγονότα από κάποια ταράτσα ή μπαλκόνι. Αυτό που δεν μας εξηγούν οι νοσταλγοί και απολογητές της Χούντας όλα αυτά τα χρόνια είναι το τι σημασία έχει πού σκοτώθηκαν οι άνθρωποι αυτοί. Σημασία έχει το ότι άρματα μάχης, ακροβολιστές και ένοπλοι στρατιώτες και αστυνομικοί έσπειραν το θάνατο επί τρεις ημέρες, προκειμένου να καταστείλουν μια ειρηνική διαμαρτυρία κατά του φασισμού.

Ακόμα κι αν δεν είχε σκοτωθεί κανείς, ακόμα κι αν είχαν «απλά» συρθεί στα υπόγεια της ΕΑΤ-ΕΣΑ για να «ανακριθούν» από την Αστυνομία με τους γνωστούς σε όλους μας τρόπους, θα ήταν άραγε αυτό άλλοθι για τη Δικτατορία; Βέβαια, οι νεκροί δεν συγκαλύπτονται το ίδιο εύκολα. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι ακόμα και το 2018, 45 χρόνια μετά τα μοιραία γεγονότα, συζητάμε ακόμα το θέμα αυτό, αποδεικνύει ένα πράγμα: δε θα πάψουν ποτέ.

Δε θα πάψουν ποτέ να επαναλαμβάνουν το ψέμα. Θα το επαναλαμβάνουν μέχρι να το πιστέψουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Μέχρι να μην υπάρχει πια κανείς που να ενδιαφέρεται να ψάξει την αλήθεια. Και τότε το ψέμα τους αυτομάτως θα μετατραπεί σε Ιστορία.

Κάθε χρόνος που περνά μας απομακρύνει από τα γεγονότα. Η στεγνή, μονότονη επανάληψη των ίδιων επίσημων τελετών μάς κάνει αδιάφορους. Τα ντοκουμέντα ξεθωριάζουν και φαίνονται ανούσια και βαρετά μπροστά στα καθημερινά προβλήματα, μπροστά στην αποτυχία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, μπροστά στην εξαργύρωση του αντιδικτατορικού αγώνα από ορισμένους σε αστραφτερό πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο βούτηξε μοιραία στη λάσπη και έχασε κάθε αξία.

Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν έχει πραγματικά σημασία. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε, κάθε χρόνο, κάθε μέρα αν γίνεται, είναι ότι πολλοί αθώοι άνθρωποι έδωσαν κάποτε το αίμα τους, όπως έχει γίνει πολλές φορές μέσα στην Ιστορία, ώστε να μπορούμε εμείς σήμερα να εκφραζόμαστε και να ζούμε ελεύθεροι. Κατά το δυνατόν.

Ειδικά αυτή τη στιγμή, στην οποία ο ολοκληρωτισμός βρίσκεται σε άνοδο παγκοσμίως, πρέπει να θυμόμαστε ποια είναι η αλήθεια και ποιο είναι το μεγάλο, επίμονο ψέμα. Και ποιοι είναι αυτοί που το επαναλαμβάνουν.

Όπως κάποτε ο κ. Γεωργιάδης, όταν δεν είχε λόγους να κρύβεται.

Πολυτεχνείο

39 χρόνια μετά, η εξέγερση του ’73 που είχε ως επίκεντρο την κατάληψη του Πολυτεχνείου συνεχίζει να διχάζει. Δε θα αφιερώσω παρά ελάχιστες αράδες στις απόψεις των φασιστών σχετικά με το θέμα. Εξάλλου οι νεκροί, κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον, είναι καταγεγραμμένοι και επιβεβαιωμένοι πέρα από κάθε αμφιβολία.

Το αν έπεσαν εντός ή εκτός των πυλών, λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι ανεχόμαστε ακόμα τους «εθνικιστές» οι οποίοι θαυμάζουν απροκάλυπτα αυτούς που όχι μόνο βύθισαν τη χώρα στο σκοτάδι για επτά χρόνια, αλλά παρέδωσαν τη μισή Κύπρο στα χέρια του Αττίλα.

Υπάρχουν τόσες απόψεις για τα γεγονότα και τη «γενιά του Πολυτεχνείου», σχεδόν όσοι είναι και οι κάτοικοι αυτής της χώρας.

Έριξε τη χούντα, δεν έριξε τη χούντα. Πρόδωσε τα ιδανικά της ή τα δικαίωσε. Εκμεταλλεύτηκε πολιτικά τον αγώνα της ή έμεινε κατά πλειοψηφία στην αφάνεια.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι γενικεύσεις, όπως πάντα, είναι ισοπεδωτικές και εσφαλμένες. Το τι κάνει ένα μέρος μιας υποτιθέμενης κατηγορίας ανθρώπων δεν μπορεί ποτέ να χαρακτηρίζει το σύνολο.

Για μένα, ακόμα και ο όρος «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι παραπλανητικός. Εκείνο το Νοέμβρη κάποιοι φοιτητές  αποφάσισαν, αυθόρμητα, χωρίς καθοδήγηση και χωρίς ουσιαστικό σχέδιο, να καταλάβουν τη σχολή τους για να διεκδικήσουν τα ακαδημαϊκά τους δικαιώματα.

Δεν ήταν όλοι οι φοιτητές του Πολυτεχνείου παρόντες στην κατάληψη, όπως και δεν ήταν μόνο φοιτητές όσοι συγκεντρώθηκαν σταδιακά έξω από το χώρο για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους και να διαδηλώσουν. Δεν ήταν μόνο 20χρονα παιδιά. Ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου.

Ο κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από τους φοιτητές γιατί η κατάληψή τους ήταν μια σπάνια εκδήλωση ανοιχτής αντίστασης κατά της δικτατορίας. Γιατί αυτό που ζητούσαν αφορούσε όλους τους Έλληνες. Πολύ γρήγορα έγινε προφανές ότι τα αρχικά αιτήματα θα ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν από μια χουντική κυβέρνηση. Έτσι μετατράπηκαν από ακαδημαϊκά σε πολιτικά, με κυριότερο το πασίγνωστο και εμβληματικό «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Τόσο απλά. Απ’ όσο γνωρίζω καμία εξέγερση δεν ξεκίνησε ποτέ ως τέτοια. Ανάλογα συμβάντα ξεκινούν κατά κανόνα από αφορμές. Όπως, για παράδειγμα, τα γεγονότα του Μάη του 1968 στη Γαλλία, τα οποία ξεκίνησαν επίσης από φοιτητικές και μαθητικές διαμαρτυρίες, γενικεύτηκαν και τελικά οδήγησαν σε πτώση της κυβέρνησης.  Στην Ελλάδα η 25η Μαρτίου 1942 κατά την Κατοχή και η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου το ’68 ήταν αντίστοιχες αφορμές που οδήγησαν σε εκδηλώσεις αντίστασης.

Δυστυχώς, όμως, όσοι έχουν μάθει να βάζουν τη σκέψη τους σε καλούπια δεν μπορούν να δεχθούν την αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου. Έτσι το ΚΚΕ στην αρχή μίλησε για «προβοκάτορες«, οι καθεστωτικοί μίλησαν για «αναρχοκομμουνιστές», ενώ μετά την πτώση της χούντας έσπευσαν όλοι να δηλώσουν ότι ήταν εκεί.

Η ανάγκη αυτή της προσκόλλησης της ταμπέλας, όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε όπως θα έπρεπε με τη Μεταπολίτευση, αλλά εντατικοποιήθηκε. Εκείνες του «εθνικόφρονα» και του «αντιφρονούντα» αντικαταστάθηκαν από δεκάδες άλλες. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» έγινε άλλη μία από αυτές τις ταμπέλες. Για κάποιους αποτέλεσε το εισιτήριο για την πολιτική. Για πολλούς άλλους, που δεν την εξαργύρωσαν, παρέμεινε ένας κενός χαρακτηρισμός.

Το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώθηκε μετά το 1974, προφανώς απέτυχε να αξιοποιήσει τη Δημοκρατία προς όφελος της χώρας. Η Ελλάδα διέγραψε έναν τέλειο κύκλο μέσα σε 40 χρόνια και σήμερα τα αιτήματα είναι, ουσιαστικά, ακριβώς τα ίδια: Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία.

Κάπως έτσι φθάσαμε να πρέπει να διεκδικήσουμε ξανά αυτά που αποκτήθηκαν με αίμα, αλλά χάθηκαν με χρήμα. Πάντα με την απειλή της ταμπέλας. Ακόμα και η εύλογη ανάγκη του κόσμου να απαλλαγεί από ταμπέλες και σημαιάκια απέκτησε το χαρακτηρισμό του «αγανακτισμένου».

Αυτού που δεν έχει κάποια «ιδεολογία», δεν γνωρίζει απέξω το «Κεφάλαιο», δεν έχει διαβάσει Μπακούνιν, μπορεί κάποτε να ψήφιζε ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ, μπορεί κάποτε να βόλεψε το παιδί του στο Δημόσιο, μπορεί και όχι, μπορεί να είναι ελεύθερος επαγγελματίας ή δημόσιος υπάλληλος. Μπορεί να ήταν στο Πολυτεχνείο, μπορεί και να καθόταν ζαρωμένος με το ραδιοφωνάκι του στο δωμάτιο, ακούγοντας τις ερπύστριες στο δρόμο.

Μπορεί και να ήταν αγέννητος ακόμα.

Πως καταλήξαμε να πρέπει να υποβάλλουμε δήλωση κοινωνικών φρονημάτων για να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα δεν ξέρω. Πολύ περισσότερο δεν καταλαβαίνω πως αυτό θεωρείται «δημοκρατικό».

Δεν υπήρξε «γενιά του Πολυτεχνείου». Υπήρξε Πολυτεχνείο. Μια εξέγερση χωρίς ταμπέλες, χωρίς κόμματα, χωρίς ανάγκη για ιδεολογίες. Δεν χρειάζεσαι ιδεολογία για να διεκδικήσεις τα πιο θεμελιώδη σου δικαιώματα.

Αφορμές θα υπάρξουν. Κάποια από αυτές, θέλω να πιστεύω, θα αποτελέσει το έναυσμα για κάτι νέο. Και, ίσως, μια μέρα κάποιοι να μιλούν για τη «γενιά του Μνημονίου».

Μουσικό Διάλειμμα #26